Πώς γίνεται:

Η δοκιμασία κοπώσεως αποτελεί μία σχετικά εύκολη και αναίμακτη εξέταση και γίνεται πάνω σε κυλιόμενο τάπητα (διάδρομο). Εφαρμόζονται αυτοκόλλητα ηλεκτρόδια στο στήθος του ασθενούς και συνδέονται με καλώδια στην συσκευή καταγραφής. Καταγράφεται συνεχώς το ηλεκτροκαρδιογράφημα και ο ιατρός μετράει ανά τακτά διαστήματα την αρτηριακή πίεση του ασθενούς. Συνήθως χρησιμοποιείται το πρωτόκολλο Bruce, με αύξηση της ταχύτητας και της κλίσης του τάπητα ανά 3λεπτο. Η εξέτασης συνήθως διαρκεί 8 έως 15 λεπτά.

Ο ασθενής θα πρέπει να είναι νηστικός για 3 ώρες πριν την εξέταση και να προσέρχεται με ελαφρά ρούχα και υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα. Κατόπιν συνεννόησης με τον ιατρό οι ασθενείς θα πρέπει να μην λαμβάνουν πριν την εξέταση συγκεκριμένα φάρμακα από την αγωγή τους, ώστε να μην επηρεαστεί το αποτέλεσμα της δοκιμασίας.

Τι μας προσφέρει:

Η δοκιμασία κοπώσεως παίζει σημαντικό ρόλο κυρίως στην διάγνωση της στεφανιαίας νόσου, αναζητώντας ηλεκτροκαρδιογραφικές ενδείξεις ισχαιμίας του μυοκαρδίου με την σταδιακή αύξηση του καρδιακού έργου κατά την κόπωση. Μας δίνει πληροφορίες για την λειτουργική ικανότητα του ασθενούς και την ανοχή στην άσκηση, για την αύξηση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας κατά την κόπωση, καθώς και την ύπαρξη αρρυθμιών.

Πότε γίνεται:

Το τεστ κοπώσεως γίνεται κυρίως για την διάγνωση της στεφανιαίας νόσου και την παρακολούθηση του ασθενούς μετά από καρδιακό επεισόδιο ή επέμβαση στις στεφανιαίες αρτηρίες, είτε με αγγειοπλαστική, είτε με By-pass.

Γίνεται όταν υπάρχουν ενοχλήματα, όπως δύσπνοια ή προκάρδιο άλγος και όταν υπάρχουν αρρυθμίες.

Προληπτικά μπορεί να γίνει δοκιμασία κοπώσεως σε άτομα άνω των 40-45 ετών, ειδικά όταν υπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου ή θετικό κληρονομικό ιστορικό σε νεαρή ηλικία. Τέλος, μπορεί να γίνει σε περιπτώσεις προεγχειρητικού ή προαθλητικού ελέγχου.

Αφήστε Μήνυμα