Με τον όρο αρρυθμίες εννοούμε εκείνες τις καταστάσεις κατά τις οποίες η καρδιά λειτουργεί με διαφορετική συχνότητα από την κανονική ή δεν λειτουργεί ρυθμικά, με τον κανονικό καρδιακό ρυθμό δηλαδή. Έτσι, η καρδιά των ασθενών με αρρυθμία μπορεί να χτυπά πολύ γρήγορα, ή πολύ αργά, ή μπορεί να εμφανίζει έναν ακανόνιστο ρυθμό, που το περιγράφουν σαν φτερούγισμα ή σαν να χάνεται ένας παλμός κάθε φορά κ.ο.κ.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι αρρυθμιών, που μπορεί να μην είναι σοβαροί ή να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, γιατί μπορεί να επιφέρουν λιποθυμία, καρδιακή δυσλειτουργία – ανεπάρκεια, ή ακόμα και αιφνίδιο θάνατο. Οι συνήθεις τύποι αρρυθμιών είναι το αίσθημα παλμών, η υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (εκτός από την κολπική μαρμαρυγή, διακρίνουμε την κολπική ταχυκαρδία, τον κολπικό πτερυγισμό, την παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία), τις κοιλιακές ταχυαρρυθμίες (την κοιλιακή ταχυκαρδία, την πολύμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία και την κοιλιακή μαρμαρυγή) και η βραδυκαρδία.
Οι καρδιακές αρρυθμίες έχουν πολλές διαφορετικές αιτίες, όπως την συγγενή ανωμαλία του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς (πρόσθετα δεμάτια), κάποιες κληρονομούμενες μυοκαρδιοπάθειες, την στεφανιαία νόσο και ιδιαίτερα την ουλή του εμφράγματος, ενώ και η προχωρημένη ηλικία σχετίζεται με κάποιες αρρυθμίες.
Η διάγνωση των αρρυθμιών γίνεται με το ηλεκτροκαρδιογράφημα, τους καταγραφείς ρυθμού – holters και τους εμφυτεύσιμους καταγραφείς συμβαμάτων (iLRs).